- κύνθιος
- κύνθιος, -ία, -ον, θηλ. και κυνθιάς, -άδος (Α) [Κύνθος]1. αυτός που προέρχεται από τον Κύνθο, όρος τής νήσου Δήλου2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κύνθιοςα) προσωνυμία τού Απόλλωνοςβ) προσωνυμία τού Διός στη Δήλο3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Κυνθίαα) προσωνυμία τής Αθηνάς στη Δήλο και τής Αρτέμιδος στην Πάροβ) ποιητική ονομασία τής Δήλου.
Dictionary of Greek. 2013.